ornador - ορισμός. Τι είναι το ornador
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ornador - ορισμός


Ornador      
m. e adj.
O que orna.
(Do lat. "ornator")
ornador      
adj+sm (ornar+dor2) Que, ou o que orna; ornamentador.
ornar      
(lat ornare) vtd e vpr
1 Guarnecer(-se) com ornatos; ornamentar(-se): Telas famosas ornam-lhe a biblioteca. A noiva ornou de maravilhosa grinalda a cabeça. Ama as flores e orna com elas o altar da Virgem. É criatura simples, nem pensa em ornar-se. Gostava de ornar-se com o seu chapéu alto. Ornar-se das jóias que a mãe lhe deu. vtd
2 Ser o ornato de; aprimorar, embelezar, engrandecer: Mimoso amor-perfeito lhe ornava o peito. Ornam-lhe a cabeça raros cabelos brancos. Aquela roupa ornava-o de uma aparência agradável. vtd
3 Engrandecer, glorificar, tornar ilustre: Grandes poetas ornaram a Renascença. Fez nome e ornou-o de glória imorredoura. vtd
4 Lit Embelezar com os ornatos do estilo: ''Ornar o discurso'' (Constâncio)
Ornou a conferência com expressivas ilustrações. Ornava a sua eloqüência de metáforas e outras figuras.